αρωμανικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αρωμανικός, -ή, -ό και αρωμάνικος
- που έχει σχέση με τους Αρωμάνους, ανήκει, αναφέρεται σε ή προέρχεται απο αυτούς.
- ↪ Λέντζιου‑Τρίκου, Κούλα. Λεξικό της αρωμανικής (βλαχικής) γλώσσας στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρωμανικός
|