ασκοτείνιαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασκοτείνιαστος < α- στερητικό + σκοτεινιάζω
Επίθετο[επεξεργασία]
ασκοτείνιαστος
- που δε σκοτείνιασε
- είναι καλοκαίρι και ο ουρανός είναι ακόμα ασκοτείνιαστος, παρόλο που είναι αργά