ατέρμαντος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ατέρμαντος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀτέρμαντος < ἀ- (στερητικό) + τέρμα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a'ter.ma.(ⁿ)dos/
Επίθετο
[επεξεργασία]ατέρμαντος, -η, -ο
- που δεν έχει τέρμα, ατελείωτος
- ※ Κι ὅμως, τό νιώθω τό νερό, πού ἀμίλητο κυλάει / γι' ἀκρογιαλιές ἀτέρμαντες, στοῦ ἀπείρου τήν ψυχή. (Ζαμπέλ Σιμπύλ, Στη Θάλασσα. Μετάφραση: Κούλης Αλέπης στην Αρμενική Ανθολογία)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)