αταίριαγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αταίριαγος < α- στερητικό + ταιριά(ζω) + -γος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈteɾ.ʝa.ɣos/ όπως η κοινή προφορά
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ταί‐ρια‐γος
Επίθετο[επεξεργασία]
αταίριαγος, -η, -ο
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του αταίριαστος / αταίριαχτος
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις ταιριάζω και ταίρι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αταίριαγος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αταίριαστος (& αταίριαχτος, αταίριαγος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γος (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)