ατμοσφαιρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ατμοσφαιρικός < ατμόσφαιρα + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ατμοσφαιρικός, -ή, -ό
- που αφορά την ατμόσφαιρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ατμοσφαιρικός