ατμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ατμός | οι | ατμοί |
γενική | του | ατμού | των | ατμών |
αιτιατική | τον | ατμό | τους | ατμούς |
κλητική | ατμέ | ατμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ατμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀτμός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈtmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐τμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ατμός αρσενικό
- νερό ή άλλο υγρό σε αέρια μορφή, προϊόν εξάτμισης ή βρασμού, που για νερό γίνεται σε θερμοκρασίες πέρα από τους 100οC
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- έγινε ατμός: για κάτι που χάθηκε, εξαφανίστηκε, ματαιώθηκε (παρόμοια με την έκφραση έγινε καπνός}
- υπ' ατμόν: (έτοιμος) προς αναχώρηση (η φράση προέρχεται από τα ατμόπλοια, που η πίεση του ατμού τους έπρεπε να είναι σ' ένα υψηλό σημείο λίγο πριν την αναχώρησή τους)
- ※ Είμαστε υποχρεωμένοι να απαντούμε και να βρισκόμαστε σε κίνηση και υπ' ατμόν διαρκώς; (Αλέκος Φασιανός, Το μάτι του ζωγράφου, εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση, σελ.81)
Σύνθετα[επεξεργασία]
- ατμο-, ατμο- & πριν από φωνήεν ατμ-
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ατμο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ατμό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ατμ- στο Βικιλεξικό
όπως
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ατμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)