αυτοκαθαριζόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοκαθαριζόμενος: μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος αυτοκαθαρίζομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
αυτοκαθαριζόμενος, -η, -ο
- που καθαρίζεται μόνος του
- Σουηδοί ερευνητές δημιούργησαν δύο επαναστατικά υλικά με τα οποία κατάφεραν να κατασκευάσουν ένα νέο τύπο πιατικών με εντυπωσιακές ιδιότητες με κυριότερη ότι είναι... αυτοκαθαριζόμενα. Αυτό σημαίνει ότι στα πιάτα αυτά δεν «κολλούν» πλέον οι τροφές και οι σάλτσες, ενώ τα υγρά απωθούνται. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αυτοκαθαρίζομαι
- → δείτε τις λέξεις αυτός και καθαρός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοκαθαριζόμενος