αφορεσμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αφορεσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αφορίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]αφορεσμένος -η -ο ή αφορισμένος
- που τον έχει αφορίσει η Εκκλησία
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- έκφραση που δείχνει την αγανάκτησή μας για κάποιον ή την έκπληξή μας για κάτι που έκανε
- βρε τον αφορεσμένο, τι έκανε πάλι!
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αφορεσμένος
|