αψαλίδιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αψαλίδιστος, -η, -ο
- που δεν έχει ψαλιδιστεί
- που δεν τον έχουν κόψει με ψαλίδι (στις άκρες)
- (μεταφορικά) (για χρηματικό ποσό, μισθό κ.λπ.) που δεν έχει υποστεί περικοπές ή μειώσεις
- (μεταφορικά) που δεν έχει υποστεί λογοκρισία
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ψαλίδι