αἰνιγμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική αἰνιγμός οἱ αἰνιγμοί
      γενική τοῦ αἰνιγμοῦ τῶν αἰνιγμῶν
      δοτική τῷ αἰνιγμ τοῖς αἰνιγμοῖς
    αιτιατική τὸν αἰνιγμόν τοὺς αἰνιγμούς
     κλητική ! αἰνιγμέ αἰνιγμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αἰνιγμώ
γεν-δοτ τοῖν  αἰνιγμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αἰνιγμός < αἰνίττομαι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αἰνιγμός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]