αὐτοχειρί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αὐτοχειρί < αὐτόχειρ

Επίρρημα

[επεξεργασία]

αὐτοχειρί

  • με τα ίδια τα χέρια κάποιου

Συγγενικά

[επεξεργασία]