αὐτόχειρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αὐτόχειρ < αὐτός + χείρ

Επίθετο

[επεξεργασία]

αὐτόχειρ αρσενικό ή θηλυκό

  1. που κάνει κάτι με τα ίδια του τα χέρια
  2. ο αυτόχειρας, που αυτοκτονεί
  3. για φόνο από συγγενή

Συγγενικά

[επεξεργασία]