βαμβακιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βαμβάκια, Βαμβακιά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαμβακιά οι βαμβακιές
      γενική της βαμβακιάς των βαμβακιών
    αιτιατική τη βαμβακιά τις βαμβακιές
     κλητική βαμβακιά βαμβακιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βαμβακιά < βαμβάκι + -ιά[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vaɱ.vaˈca/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βαμ‐βα‐κιά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βαμβακιά θηλυκό

  • (φυτό) φυτό του γένους Gossypium με πλατιά φύλλα τρίλοβα έως επτάλοβα, το οποίο καλλιεργείται για τις ίνες του (το βαμβάκι)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]