cotonnier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cotonnier cotonniers

cotonnier (fr) αρσενικό

  1. (φυτό) βαμβακιά

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό cotonnier cotonniers
θηλυκό cotonnière cotonnières

cotonnier (fr)

  1. εργάτης του βαμβακιού
  2. σχετικός με το βαμβάκι

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη coton