βελονοφύλαξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βελοφύλαξ, τελωνοφύλαξ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

βελονοφύλαξ < βελόν(η) + -ο- + φύλαξ, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική aiguilleur ( < aiguille: βελόνα, αλλά και δείκτης). Η λ. καταγράφεται στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγελου Βλάχου, στην έκδοση του 1897, στη σ. 177· δεν υπήρχε στην έκδοση του 1871.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βελονοφύλαξ αρσενικό (καθαρεύουσα)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]