γεωλογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γεωλογικός < γεωλογ(ία) + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]γεωλογικός, -ή, -ό
- σχετικός με τη γεωλογία
Παράγωγα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γεωλογικός