γονάτισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γονάτισμα < γονατίζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γονάτισμα ουδέτερο
- το λύγισμα των γονάτων και η στήριξη σε αυτά
- (μεταφορικά) η σωματική κόπωση, η εξάντληση, η φυσική κατάπτωση του σώματος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γονάτισμα