γονατιστά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]γονατιστά < γονατιστός
Επίρρημα
[επεξεργασία]γονατιστά
- στα τάματα πολλοί περπατούν γονατιστά μέσα στην εκκλησία ή και διασχίζουν μεγάλες αποστάσεις με αυτό τον τρόπο
- τον ικέτευε γονατιστά να μην παρατήσει εκείνην και το παιδί, αλλά....
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γονατιστά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]γονατιστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γονατιστό