δασκαλεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δασκαλεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δασκαλεύω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ða.ska.leˈme.nos/
Μετοχή
[επεξεργασία]δασκαλεμένος -η -ο
- που τον έχουν δασκαλέψει τι να πει και πώς να φερθεί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δασκαλεμένος
|