δαφνοστόλιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]δαφνοστόλιστος, η, ο
- στολισμένος με δάφνες
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δαφνοστόλιστος
|