δημόσια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δημόσια < δημόσιος
Επίρρημα
[επεξεργασία]δημόσια και δημοσίως και δημοσία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]δημόσια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του δημόσιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του δημόσιος