διαγραμμισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαγραμμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαγραμμίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]διαγραμμισμένος, -η, -ο
- που έχει διαγραμμιστεί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαγραμμισμένος
|