διαθηκώος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαθηκώος < (ελληνιστική κοινή) διαθηκῷος < αρχαία ελληνική διαθήκη < διατίθημι < διά + τίθημι
Επίθετο
[επεξεργασία]διαθηκώος, -α, -ο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαθηκώος