διακρίσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διακρίσιμος < διακρί- (<διακρίνω) + -σιμος
Επίθετο[επεξεργασία]
διακρίσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να διακρίνεται, διακριτός
- ↪ Μια απλή εξήγηση του πόσο μεγάλο είναι το ντεσιμπέλ ως μονάδα μέτρησης της στάθμης ενός ήχου είναι ότι: 1 ντεσιμπέλ είναι περίπου ίσο με την ελάχιστη διακρίσιμη διαφορά στάθμης δύο ήχων από το ανθρώπινο αυτί.
Ταυτόσημο[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διακρίσιμος