διανεμημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διανεμημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διανέμω
Μετοχή
[επεξεργασία]διανεμημένος, -η, -ο
- που έχει διανεμηθεί
- διανεμημένες παράμετροι αναπαριστώνται συνήθως με μερικές διαφορικές εξισώσεις
- (δίκτυο υπολογιστών) συνώνυμο του κατανεμημένος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διανεμημένος