διαπαραταξιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαπαραταξιακός < δια- + παραταξιακός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði̯a.pa.ɾa.ta.ksi.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐πα‐ρα‐τα‐ξι‐α‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]διαπαραταξιακός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που καλύπτει δύο ή περισσότερες παρατάξεις
- ※ Παλλαϊκός και διαπαραταξιακός είναι ο αγώνας που δίνουν οι κάτοικοι και ο δήμος Κερατσινίου – Δραπετσώνας για την απομάκρυνση των βιομηχανικών εγκαταστάσεων που ρυπαίνουν την περιοχή. (Δραπετσώνα: Ολοι μαζί για την απομάκρυνση των εγκαταστάσεων της O. O., Το Βήμα, 18 Ιουνίου 2020)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαπαραταξιακός
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr