διυλισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διυλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διυλίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]διυλισμένος, -η, -ο
- που έχει διυλιστεί