εγκαυστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εγκαυστικός < ελληνιστική κοινή ἐγκαυστικός
Επίθετο
[επεξεργασία]εγκαυστικός
- που έχει σχέση με την εγκαυστική ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις εγκαυστική και καίω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εγκαυστικός
|