εγκωμιαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εγκωμιαστικός < αρχαία ελληνική ἐγκωμιαστικός < ἐγκωμιάζω < ἐγκώμιος < ἐν + κῶμος
Επίθετο
[επεξεργασία]εγκωμιαστικός, -ή, -ό
- που εγκωμιάζει, που επαινεί