εγκόσμιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγκόσμιος < (ελληνιστική κοινή) ἐγκόσμιος < ἐν + κόσμος
Επίθετο[επεξεργασία]
εγκόσμιος, -ος/-α, -ο
- που υπάρχει ή αναφέρεται ή ανήκει στον υλικό κόσμο της καθημερινής ζωής και όχι σε κάποιον άλλο πνευματικό ή υπερβατικό κόσμο