εθνικιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εθνικιστικός < εθνικιστής + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]εθνικιστικός, -ή, -ό
- σχετικός με τον εθνικισμό και τους εθνικιστές
- εθνικιστική οργάνωση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εθνικιστικός