εκβραχιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]εκβραχιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με εκβραχισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκβραχιστικός
|