εκκαθαριστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκκαθαριστικός < εκκαθαριστής + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]εκκαθαριστικός
- ο σχετικός με τον εκκαθαριστή και την εκκαθάριση
- (ουσιαστικοποιημένο) εκκαθαριστικό
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- εκκαθαριστικές επιχειρήσεις: (στρατιωτικός όρος) στρατιωτικές επιχειρήσεις για την εκδίωξη και των υπολοίπων αντπάλων δυνάμεων
- εκκαθαριστικό σημείωμα:
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις εκκαθαρίζω, καθαρίζω και καθαρός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκκαθαριστικός
|