εκρήγνυμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκρήγνυμαι < αρχαία ελληνική ἐκρήγνυμαι, παθητική φωνή του ρήματος ἐκρήγνυμι < ἐκ- + ῥήγνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wreh₁ǵ-
Ρήμα
[επεξεργασία]εκρήγνυμαι
- παθαίνω έκρηξη, σκάω, συνήθως με δυνατό ήχο
- (μεταφορικά) γίνομαι με δύναμη ή βίαιο τρόπο, ξεσπάω
- (μεταφορικά) ξεσπάω, εκδηλώνομαι με δύναμη, βία, θυμό κ.λπ.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- εκρηκτικά
- εκρηκτικός
- εκρηκτικότητα
- έκρηξη
- εκρηξιγενής
- → δείτε τη λέξη ρήξη