εκτεθειμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκτεθειμένος < παθητική μετοχή παρακειμένου του εκτίθεμαι
Μετοχή
[επεξεργασία]εκτεθειμένος
- απροστάτευτος, απροφύλακτος, ακάλυπτος
- το σπίτι ήταν εκτεθειμένο στο βοριά
- που κινδυνεύει να αμφισβητηθεί η ακεραιότητά του
- εγγυήθηκα για το χρέος σου και με άφησες εκτεθειμένο