εκφερόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκφερόμενος < εκφέρω(εκφορά) + -όμενος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μετοχή[επεξεργασία]
εκφερόμενος, -η, -ο
- ο απομακρυνόμενος, απομακρυνόμενος ή αποστελλόμενος
- ο λεγόμενος, αυτός που λέγεται
- μεταφερόμενος προς τον τάφο νεκρός, τα μεταφερόμενα λείψανα και η εικόνα Αγίου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκφερόμενος
|