ενδημοεπιδημικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδημοεπιδημικός < ενδημοεπιδημία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ενδημοεπιδημικός
- που έχει σχέση με ενδημοεπιδημία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ενδημοεπιδημία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδημοεπιδημικός
|