επηρμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επηρμένος < επαίρομαι
Μετοχή
[επεξεργασία]επηρμένος, -η, -ο
- αυτός που βάζει τον εαυτό του ψηλότερα από τους άλλους
επηρμένος, -η, -ο