επικαταλλαγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επικαταλλαγή < ελληνιστική κοινή ἐπικαταλλαγή < αρχαία ελληνική ἐπικαταλλάσσω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επικαταλλαγή θηλυκό
- (οικονομία) η αμοιβή ανταλλακτηρίου νομισμάτων
- (οικονομία) η διαφορά πραγματικής και αναγραφόμενης / επίσημης τιμής και αξίας νομισμάτων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)