ερωτημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερωτημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ερωτώ
Μετοχή[επεξεργασία]
ερωτημένος
- που έχει ερωτηθεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ρωτώ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ερωτημένος
|