ευδιάθετος
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ευδιάθετ
ος
η
ευδιάθετ
η
το
ευδιάθετ
ο
γενική
του
ευδιάθετ
ου
της
ευδιάθετ
ης
του
ευδιάθετ
ου
αιτιατική
τον
ευδιάθετ
ο
την
ευδιάθετ
η
το
ευδιάθετ
ο
κλητική
ευδιάθετ
ε
ευδιάθετ
η
ευδιάθετ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ευδιάθετ
οι
οι
ευδιάθετ
ες
τα
ευδιάθετ
α
γενική
των
ευδιάθετ
ων
των
ευδιάθετ
ων
των
ευδιάθετ
ων
αιτιατική
τους
ευδιάθετ
ους
τις
ευδιάθετ
ες
τα
ευδιάθετ
α
κλητική
ευδιάθετ
οι
ευδιάθετ
ες
ευδιάθετ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
ευδιάθετος
<
ελληνιστική κοινή
εὐδιάθετος
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
ευδιάθετος
που έχει
καλή
διάθεση
Συνώνυμα
[
επεξεργασία
]
εύθυμος
κεφάτος
χαρούμενος
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
ευδιαθεσία
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
ευδιάθετος
αγγλικά
:
cheery
(en)
γαλλικά
: de bonne
humeur
(fr)
, bien
disposé
(fr)
Κατηγορίες
:
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες