εὐμορφοκαμωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]εὐμορφοκαμωμένος (μετοχή χωρίς ρήμα)
- (για αντικείμενα) καλοφτιαγμένος
- ※ τέλος 15ου αιώνα - ⌘ Εμμανουήλ Λιμενίτης, ο επονομαζόμενος Γεωργηλάς, Το θανατικόν της Ρόδου στο Legrand, Emile (επιμ.) (1880) Bibliothèque grecque vulgaire, εκδ:Maisonneuve, 582 (Fb9b) @books.google.σελ.223
- πολλοὶ φοροῦν μεταξωτά, βελοῦδα, τζαμηλότια,
πᾶσα λογῆς κατακοπτὰ,[sic ὰ] φαρδειὰ τὰ μανικότια*,
κάρτζαις πασίλογαις** καὶ αὐταῖς νἆναι** κατακομμέναις,
παπούτζαις χελωνόκοπαις** εὐμορφοκαμωμέναις.- * άλλη γραφή: φαρδία μανικόττια [1]
- ** άλλη γραφή: κάρτζες πασύλογες ... νἆνε *** ἀχελωνόκοπες
- πολλοὶ φοροῦν μεταξωτά, βελοῦδα, τζαμηλότια,
- ※ τέλος 15ου αιώνα - ⌘ Εμμανουήλ Λιμενίτης, ο επονομαζόμενος Γεωργηλάς, Το θανατικόν της Ρόδου στο Legrand, Emile (επιμ.) (1880) Bibliothèque grecque vulgaire, εκδ:Maisonneuve, 582 (Fb9b) @books.google.σελ.223
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλιτικοί τύποι
[επεξεργασία]- εὐμορφοκαμωμένες / εὐμορφοκαμωμέναις (θηλυκό, πληθυντικός, ονομαστική)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μανικόττι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Πηγές
[επεξεργασία]- ευμορφοκαμωμένος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα εὐμορφο- (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Μετοχές (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μετοχές σύνθετες χωρίς ρήμα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)