ζαλίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζαλίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος ζαλίζομαι

ζαλίζομαι

  1. νιώθω ζάλη, ζαλάδα, ίλιγγο
  2. μπερδεύομαι πολύ εξετάζοντας ένα ζήτημα και κουράζομαι πνευματικά με αποτέλεσμα να μην μπορώ να σκεφτώ καθαρά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]