καθυστερούμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καθυστερούμενος η καθυστερούμενη το καθυστερούμενο
      γενική του καθυστερούμενου της καθυστερούμενης του καθυστερούμενου
    αιτιατική τον καθυστερούμενο την καθυστερούμενη το καθυστερούμενο
     κλητική καθυστερούμενε καθυστερούμενη καθυστερούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καθυστερούμενοι οι καθυστερούμενες τα καθυστερούμενα
      γενική των καθυστερούμενων των καθυστερούμενων των καθυστερούμενων
    αιτιατική τους καθυστερούμενους τις καθυστερούμενες τα καθυστερούμενα
     κλητική καθυστερούμενοι καθυστερούμενες καθυστερούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καθυστερούμενος < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος καθυστερώ

Μετοχή[επεξεργασία]

καθυστερούμενος -η -ο

  • αυτός που τον έχουν καθυστερήσει

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]