κακίστρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κακίστρα οι κακίστρες
      γενική της κακίστρας
    αιτιατική την κακίστρα τις κακίστρες
     κλητική κακίστρα κακίστρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κακίστρα < (κακίζω) κακισ- + -τρα[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kaˈci.stɾa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κακίστρα θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]