κανονιστική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κανονιστική | ||
γενική | της | κανονιστικής | ||
αιτιατική | την | κανονιστική | ||
κλητική | κανονιστική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κανονιστική < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κανονιστική θηλυκό στον ενικό
- οτιδήποτε ρυθμίζει και κανονίζει συστημικά-συστηματικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]κανονιστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κανονιστικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)