καπνεμπόρισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καπνεμπόρισσα < καπνέμπορος + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.pnemˈbo.ɾi.sa/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καπνεμπόρισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του καπνέμπορος
- Κυριακή τον γνώρισα, Κυριακή τον είδα / με μια καπνεμπόρισσα έξω απ' τη Χαλκίδα… (από το τραγούδι «Νύχτα θεά» σε στίχους και μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη, 2000)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καπνεμπόρισσα
|