καρφί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρφί τα καρφιά
      γενική του καρφιού των καρφιών
    αιτιατική το καρφί τα καρφιά
     κλητική καρφί καρφιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σκουριασμένα καρφιά
καρφί σε αγώνα μπάσκετ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καρφί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καρφίον, καρφίν < ελληνιστική κοινή καρφίον < υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική κάρφος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kaɾˈfi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρ‐φί

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καρφί ουδέτερο

  1. αιχμηρό κομμάτι μετάλλου που χρησιμοποιείται για να ενώσει δύο τμήματα μιας ξύλινης κατασκευής ή για την ανάρτηση αντικειμένων σε τοίχο
     συνώνυμα: ήλος (λόγιο)
    ταυτόσημα: πρόκα
  2. (μεταφορικά)
    1. υπονοούμενο, μπηχτή
      → δείτε και τη λέξη ταβανόπροκα
    2. καταδότης
  3. (αθλητισμός, βόλεϊ, κ.ά.) η ευθύγραμμη βολή που εκτελείται με δύναμη από το ύψος του φιλέ

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]

καρφί

  1. ευθύγραμμη πορεία, ολόισια
    Από κει και πέρα ο δρόμος συνεχίζει καρφί για την Αθήνα.
  2. πορεία χωρίς στάσεις
    Μετά από μια σύντομη στάση συνεχίσαμε καρφί για την Αθήνα.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]