κατάστεγνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κατάστεγνος (χωρίς παραθετικά)
- (επιτατικό επίθετο) που είναι τελείως στεγνός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατάστεγνος