κατακάθι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατακάθι τα κατακάθια
      γενική του κατακαθιού των κατακαθιών
    αιτιατική το κατακάθι τα κατακάθια
     κλητική κατακάθι κατακάθια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατακάθι < κατακάθομαι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κατακάθι ουδέτερο

  1. η στερεά ουσία που παραμένει αδιάλυτη σε ένα υγρό και συγκεντρώνεται (κατακάθεται) στον πυθμένα του δοχείου που περιέχει το διάλυμα
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος τιποτένιος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]